- φρικωδώς
- φρικωδῶς ΝΜΑεπίρρ. βλ. φρικώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρικωδῶς — φρῑκωδῶς , φρικώδης attended with shivering adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρικώδης — ες / φρικώδης, ῶδες, ΝΜΑ [φρίξ, φρικός] φρικαλέος, φρικτός αρχ. 1. (για παθολογική κατάσταση) αυτός που συνοδεύεται από ρίγος («πυρετὸς φρικώδης», Ιπποκρ.) 2. αυτός που προκαλεί θρησκευτικό δέος 3. (το ουδ.) τὸ φρικῶδες α) ως ουσ. η τραχύτητα… … Dictionary of Greek